- κοσμοσύχναστος
- -η, -οπολυσύχναστος, ο συχναζόμενος από πολλούς ανθρώπους: Αυτό το κέντρο είναι κοσμοσύχναστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοσμοσύχναστος — η, ο (για τόπο) αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί άνθρωποι, πολυσύχναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + σύχναστος (< συχνάζω), πρβλ. πλυ σύχναστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek